- λόφιον
- λόφιον, τὸ (Α) [λόφος]1. μικρός λόφος, λοφίσκος2. (κατά τον Δίον. Θρ.) «λόφιον, τὸ κάλλαιον τοῡ ἀλέκτορος»3. λοφείον*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λόφιον — small crest neut nom/voc/acc sg λοφάω have a crest imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) λοφάω have a crest imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοφίο — το (AM λοφίον) (στη βυζαντινή αρχιτεκτονική) καθένα από τα σφαιρικά τρίγωνα μέσω τών οποίων γίνεται η μετάβαση από τα τέσσερα ημικυκλικά τόξα στην οριζόντια κυκλική στεφάνη, όπου εδράζεται ο σφαιρικός θόλος νεοελλ. 1. θύσανος από φτερά που… … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
ξυλολόφιον — ξυλολόφιον, τὸ (Μ) ξύλινος ιερός άμβωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λόφιον] … Dictionary of Greek